- μέγαρον
- μέγαρον και μάγαρον, τὸ (Α)στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαραυπόγεια σπήλαια, ιερά τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν νεογνών», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος μέγαρα συνδέεται πιθ. με εβρ. mә'ārā «κρύπτες»].
Dictionary of Greek. 2013.